Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατοντακέφαλος
ἑκατοντακικαιεικοσάκι
ἑκατόντακις
ἑκατοντάκλινος
ἑκατοντακρήπις
ἑκατονταλαντία
ἑκατοντάλαντος
ἑκατοντάμαχος
ἑκατοντάμιγμα
ἑκατόντανδρος
ἑκατοντάπεδος
ἑκατοντάπηχυς
ἑκατονταπλάσιος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπλεθρος
ἑκατοντάπολις
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρουρος
ἑκατονταρχέω
ἑκατοντάρχης
ἑκατονταρχία
View word page
ἑκατοντάπεδος
ἑκᾰτοντά-πεδος [τᾰ], ον,
A). = ἑκατόμπεδος, νεώς Jul. Ep. 180 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκατοντάπεδος
Headword (normalized):
ἑκατοντάπεδος
Headword (normalized/stripped):
εκατονταπεδος
IDX:
31666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτοντά-πεδος</span> <span class="pron greek">[τᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑκατόμπεδος, νεώς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg013:180" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg013:180/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Jul.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 180 </a>.</div> </div><br><br>'}