Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατονταθύσανος
ἑκατοντακάρηνος
ἑκατοντακέφαλος
ἑκατοντακικαιεικοσάκι
ἑκατόντακις
ἑκατοντάκλινος
ἑκατοντακρήπις
ἑκατονταλαντία
ἑκατοντάλαντος
ἑκατοντάμαχος
ἑκατοντάμιγμα
ἑκατόντανδρος
ἑκατοντάπεδος
ἑκατοντάπηχυς
ἑκατονταπλάσιος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπλεθρος
ἑκατοντάπολις
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρουρος
ἑκατονταρχέω
View word page
ἑκατοντάμιγμα
ἑκᾰτοντά-μιγμα, ατος, τό,
A). a compound remedy, Gal. 14.152 .


ShortDef

a compound remedy

Debugging

Headword:
ἑκατοντάμιγμα
Headword (normalized):
ἑκατοντάμιγμα
Headword (normalized/stripped):
εκατονταμιγμα
IDX:
31664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτοντά-μιγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a compound remedy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.152 </span>.</div> </div><br><br>'}