Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατομπυλός
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
ἑκατόνζυγος
ἑκατόνσεμνον
ἑκατονστάτηρον
ἑκατοντάβιβλος
ἑκατονταγράμματος
ἑκατονταδόχος
ἑκατοντάδραχμος
ἑκατονταεβδομήκονταπλασίων
ἑκατονταετηρίς
ἑκατονταέτηρος
ἑκατονταέτης
ἑκατονταετία
ἑκατονταθύσανος
ἑκατοντακάρηνος
ἑκατοντακέφαλος
ἑκατοντακικαιεικοσάκι
ἑκατόντακις
View word page
ἑκατοντάδραχμος
ἑκᾰτοντά-δραχμος, ον,
A). weighing a hundred drachms, Gal. 13.491 .


ShortDef

weighing a hundred drachms

Debugging

Headword:
ἑκατοντάδραχμος
Headword (normalized):
ἑκατοντάδραχμος
Headword (normalized/stripped):
εκατονταδραχμος
IDX:
31648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτοντά-δραχμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weighing a hundred drachms,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.491 </span>.</div> </div><br><br>'}