Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατομπυλός
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
ἑκατόνζυγος
ἑκατόνσεμνον
ἑκατονστάτηρον
ἑκατοντάβιβλος
ἑκατονταγράμματος
ἑκατονταδόχος
ἑκατοντάδραχμος
ἑκατονταεβδομήκονταπλασίων
ἑκατονταετηρίς
ἑκατονταέτηρος
ἑκατονταέτης
ἑκατονταετία
ἑκατονταθύσανος
ἑκατοντακάρηνος
ἑκατοντακέφαλος
View word page
ἑκατονταγράμματος
ἑκᾰτοντα-γράμμᾰτος, ον,
A). having a hundred letters, ὄνομα PMag.Par. 1.1209 , 1380 .


ShortDef

having a hundred letters

Debugging

Headword:
ἑκατονταγράμματος
Headword (normalized):
ἑκατονταγράμματος
Headword (normalized/stripped):
εκατονταγραμματος
IDX:
31646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31647
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτοντα-γράμμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having a hundred letters,</span> <span class="quote greek">ὄνομα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1209 </span> , <span class="bibl"> 1380 </span>.</div> </div><br><br>'}