Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατομβαιών
ἑκατομβεύς
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατομβοΐδιον
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατομπυλός
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
ἑκατόνζυγος
ἑκατόνσεμνον
ἑκατονστάτηρον
ἑκατοντάβιβλος
ἑκατονταγράμματος
ἑκατονταδόχος
View word page
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκᾰτομ-πτολίεθρος, ον,
A). = ἑκατόμπολις , E. Fr. 472.3 (anap.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκατομπτολίεθρος
Headword (normalized):
ἑκατομπτολίεθρος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπτολιεθρος
IDX:
31637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτομ-πτολίεθρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑκατόμπολις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 472.3 </span> (anap.).</div> </div><br><br>'}