Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρ
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβαιος
ἑκατομβαιών
ἑκατομβεύς
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατομβοΐδιον
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατομπυλός
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
View word page
ἑκατομβοΐδιον
ἑκᾰτομ-βοΐδιον· ἑκατὸν βοῶν τιμή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκατομβοΐδιον
Headword (normalized):
ἑκατομβοΐδιον
Headword (normalized/stripped):
εκατομβοιδιον
IDX:
31631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτομ-βοΐδιον·</span> <span class="foreign greek">ἑκατὸν βοῶν τιμή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}