Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρ
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβαιος
ἑκατομβαιών
ἑκατομβεύς
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατομβοΐδιον
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατομπυλός
View word page
ἑκατομβεύς
ἑκᾰτομ-βεύς
,
έως
, ὁ
(sc.
μήν
), = foreg., at Sparta.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑκατομβεύς
Headword (normalized):
ἑκατομβεύς
Headword (normalized/stripped):
εκατομβευς
IDX:
31628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31629
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτομ-βεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span> <span class="foreign greek">, ὁ</span>(sc.<span class="foreign greek">μήν</span>), = foreg., at Sparta. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}