Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑκατηβόλος
Ἑκατήσιον
ἕκατι
Ἑκατικός
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρ
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβαιος
ἑκατομβαιών
ἑκατομβεύς
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατομβοΐδιον
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
View word page
ἑκατόγχειρος
ἑκᾰτόγ-χειρος, ον,
A). hundred-handed, of Briareus, Il. 1.402 .


ShortDef

hundred-handed

Debugging

Headword:
ἑκατόγχειρος
Headword (normalized):
ἑκατόγχειρος
Headword (normalized/stripped):
εκατογχειρος
IDX:
31624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτόγ-χειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hundred-handed,</span> of Briareus, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:402" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.402/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.402 </a>.</div> </div><br><br>'}