Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκῆσκος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεδών
ἀκιβδήλευτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
ἀκιδνός
ἀκιδοειδής
ἀκιδώδης
ἀκιδωτόν
ἀκίθαρις
ἄκικυς
View word page
ἀκηχέδαται
ἀκηχέδαται, ἀκηχέμενος, v. sub ἀχέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκηχέδαται
Headword (normalized):
ἀκηχέδαται
Headword (normalized/stripped):
ακηχεδαται
IDX:
3159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκηχέδαται</span>, <span class="orth greek">ἀκηχέμενος</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀχέω</span>.</div><br><br>'}