εἰστίθημι
εἰστίθημι,
A). put into, place in, τι ἔς τι , cf. 4.100 ; 1.123 τινὰ ἐς τὰς χεῖράς τινι ib. 208 , etc.; νεκρὸν ἐς ἅμαξαν . 9.25
2). esp. put on board ship, πάντα ἐσθέντες (sc. ἐς τὰς πεντηκοντέρους) :— Med., 1.164 ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας ibid., cf. 4.179 , Hel. 1566 , HG 1.6.20 ; to take, ἐς φορεῖον BC 4.19 .
3). Pass., to be entered, of a judgement in court, PPetr. 3p.39 (iii B.C.).