εἰσπέτομαι
εἰσπέτομαι, fut.-πτήσομαι: aor.
A). εἰσεπτόμην (v. infr.), but 3 sg.- έπτατο ; part. 21.494 ἐσπτόμενοι : also in Act. form 45.17 -έπτην , 9.395a , etc.: aor. Pass. in med. sense,- 2.461e πετασθῆναι HA 624b6 :— fly into, fly in, c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην l. c.; ἐς τὸν ἀέρα Av. 1173 ; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας : metaph. of reports, 40.22 , 9.100 101 .