Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰσοικισμός
εἰσοικοδομέω
εἰσοιστέος
εἰσοιχνέω
εἰσόκα
εἰσόκε
εἰσολισθάνω
εἴσομαι
εἰσομιλέω
εἰσομόργνυμι
εἷσον
εἰσόπιν
εἰσοπίσω
εἴσοπτος
εἰσοπτρίζω
εἰσοπτρικός
εἰσοπτρίς
εἰσόπτρισμα
εἰσοπτρισμός
εἰσοπτροειδής
εἴσοπτρον
View word page
εἷσον
εἷσον, imper. of εἷσα (ἵζὠ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἷσον
Headword (normalized):
εἷσον
Headword (normalized/stripped):
εισον
IDX:
31461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἷσον</span>, imper. of <span class="foreign greek">εἷσα (ἵζὠ.</span> </div><br><br>'}