εἰσιτήριος
εἰσῐτ-ήριος, ον , (εἴσειμἰ
A). belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, ; 19.190 εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι , cf. 21.114 SIG 695.25 ( Mae., ii B.C.), ; 45.17 εἰσιτήριοι θυσίαι : sg., 7.2 εἰσιτήριον, entrance-deposit, (ii A.D., 77.37 ἰσητ-Pap.):— Att. Inscrr. have εἰσιτητήρια, IG 22.17 , al.