Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
εἰσηγορία
εἰσηθέω
εἰσήκω
εἰσηλεῖν
εἰσηλυσία
εἰσηλύσιον
εἰσήλυσις
εἶσθα
εἷσθαι
εἴσθεσις
εἰσθέω
εἰσθεωρέω
εἴσθιασις
εἰσθλίβω
εἴσθλιψις
εἰσθρῴσκω
εἰσί
εἰσιδρύω
εἰσίζομαι
View word page
εἷσθαι
εἷσθαι
, pf. inf. Pass. of
ἵημι
(v.
ἀφίημι
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εἷσθαι
Headword (normalized):
εἷσθαι
Headword (normalized/stripped):
εισθαι
IDX:
31369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31370
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἷσθαι</span>, pf. inf. Pass. of <span class="foreign greek">ἵημι</span> (v. <span class="foreign greek">ἀφίημι</span>).</div><br><br>'}