Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἰσέτι
εἰσευπορέω
εἰσέχω
εἰσέω
εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητέον
εἰσηγητήρια
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
εἰσηγορία
εἰσηθέω
εἰσήκω
εἰσηλεῖν
εἰσηλυσία
εἰσηλύσιον
εἰσήλυσις
εἶσθα
View word page
εἰσηγητήρια
εἰσηγ-ητήρια, τά,
A). = εἰσιτήρια (quod fort. leg.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰσηγητήρια
Headword (normalized):
εἰσηγητήρια
Headword (normalized/stripped):
εισηγητηρια
IDX:
31358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰσηγ-ητήρια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εἰσιτήρια</span> (quod fort. leg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}