εἰσέρπω
εἰσέρπω, aor. εἰσείρπῠσα,
A). to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Vict. 1.7 , cf. Cleom. 8 ; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν ( Dor. inf.) IG 12(3).183 (Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου DMort. 3.2 : c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις . 2.553