Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰσαφάσσω
εἰσαφέτης
εἰσαφίημι
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσάφιξις
εἰσαφύσσω
εἰσβαίνω
εἰσβάλλω
εἴσβασις
εἰσβατικόν
εἰσβατός
εἰσβδάλλω
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβλητέον
εἰσβολή
εἰσγένεσις
εἰσγίγνομαι
εἰσγραφή
View word page
εἰσβατικόν
εἰς-βᾰτικόν, τό, tax in Egypt, PLond. 2.333 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰσβατικόν
Headword (normalized):
εἰσβατικόν
Headword (normalized/stripped):
εισβατικον
IDX:
31306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰς-βᾰτικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, tax in Egypt, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 2.333 </span>.</div><br><br>'}