Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγαλματοποιός
ἀγαλματουργία
ἀγαλματουργικός
ἀγαλματουργός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμητόν
ἀγαλμοειδής
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμέμνων
ἀγαλμοονίδης
ἀγαμένως
ἀγάμετος
ἀγαμία
ἀγαμίου
View word page
ἀγαλμοειδής
ἀγαλμο-ειδής, ές,
A). f.l. for ἀγλαο- , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγαλμοειδής
Headword (normalized):
ἀγαλμοειδής
Headword (normalized/stripped):
αγαλμοειδης
IDX:
312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγαλμο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἀγλαο-</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}