Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰρηνοπάτριος
εἰρηνοποιέω
εἰρηνοποιός
εἰρηνοφυλακέω
εἰρηνοφύλαξ
εἰρητής
εἶρις
εἴρινος
εἱρκτέον
εἱρκτή
εἱρκτικός
εἱρκτοφυλακέω
εἱρκτοφύλαξ
εἱρμός
εἶρξις
εἰροκόμος
εἴρομαι
εἰρομένως
εἰροπόκος
εἰροπόνος
εἶρος
View word page
εἱρκτικός
εἱρκτικός, , όν,
A). preventive, Gloss.


ShortDef

preventive

Debugging

Headword:
εἱρκτικός
Headword (normalized):
εἱρκτικός
Headword (normalized/stripped):
ειρκτικος
IDX:
31204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱρκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preventive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}