Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἴναξ
εἰνάπηχυς
εἰνάς
εἰνάτερες
εἰνάτιον
εἰναφώσσων
εἵνεκα
εἰνεσίαι
εἰνί
εἰνόδιος
εἰνοσίγαιος
εἴνοσις
εἰνοσίφυλλος
εἵνυμι
εἶξις
εἷο
εἴπερ
εἷπερ
εἶπον
εἶπος
εἴποτε
View word page
εἰνοσίγαιος
εἰνοσίγαιος,
A). = ἐννοσίγαιος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰνοσίγαιος
Headword (normalized):
εἰνοσίγαιος
Headword (normalized/stripped):
εινοσιγαιος
IDX:
31152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰνοσίγαιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐννοσίγαιος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}