Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰναλίδινος
εἰνάλιος
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
εἴναξ
εἰνάπηχυς
εἰνάς
εἰνάτερες
εἰνάτιον
εἰναφώσσων
εἵνεκα
εἰνεσίαι
εἰνί
εἰνόδιος
εἰνοσίγαιος
εἴνοσις
εἰνοσίφυλλος
εἵνυμι
εἶξις
εἷο
εἴπερ
View word page
εἵνεκα
εἵνεκα, εἵνεκεν,
A). v. ἕνεκα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἵνεκα
Headword (normalized):
εἵνεκα
Headword (normalized/stripped):
εινεκα
IDX:
31148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἵνεκα</span>, <span class="orth greek">εἵνεκεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἕνεκα</span> .</div> </div><br><br>'}