Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἱμάρσην
εἵμαρται
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱμάτιον
εἱματισμός
εἱματοπώλης
εἱμένος
εἰμί1
εἶμι2
εἴμορος
εἰν1
ἑΐν
εἶν2
εἰναετής
εἰναετίζομαι
εἰνάκις
εἰναλίδινος
εἰνάλιος
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
View word page
εἴμορος
εἴμορος· πεπρωμένος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἴμορος
Headword (normalized):
εἴμορος
Headword (normalized/stripped):
ειμορος
IDX:
31131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἴμορος·</span> <span class="foreign greek">πεπρωμένος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}