Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εἷμα
εἰμάδες
εἷμαι
εἱμάρσην
εἵμαρται
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱμάτιον
εἱματισμός
εἱματοπώλης
εἱμένος
εἰμί1
εἶμι2
εἴμορος
εἰν1
ἑΐν
εἶν2
εἰναετής
εἰναετίζομαι
εἰνάκις
εἰναλίδινος
View word page
εἱμένος
εἱμένος
, pf. part. Pass. of
ἕννυμι
and
ἵημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εἱμένος
Headword (normalized):
εἱμένος
Headword (normalized/stripped):
ειμενος
IDX:
31128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31129
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱμένος</span>, pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">ἕννυμι</span> and <span class="foreign greek">ἵημι.</span> </div><br><br>'}