Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Εἱλωτικός
εἷμα
εἰμάδες
εἷμαι
εἱμάρσην
εἵμαρται
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱμάτιον
εἱματισμός
εἱματοπώλης
εἱμένος
εἰμί1
εἶμι2
εἴμορος
εἰν1
ἑΐν
εἶν2
εἰναετής
εἰναετίζομαι
εἰνάκις
View word page
εἱματοπώλης
εἱματο-πώλης, εἱματο-φυλάκιον, εἱματο-φύλαξ,
A). v. ἱματ -.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἱματοπώλης
Headword (normalized):
εἱματοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ειματοπωλης
IDX:
31127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱματο-πώλης</span>, <span class="orth greek">εἱματο-φυλάκιον</span>, <span class="orth greek">εἱματο-φύλαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἱματ</span> -.</div> </div><br><br>'}