Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἴλω
Εἵλως
Εἱλωτεία
Εἱλωτεύω
Εἱλωτίζομαι
Εἱλωτικός
εἷμα
εἰμάδες
εἷμαι
εἱμάρσην
εἵμαρται
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱμάτιον
εἱματισμός
εἱματοπώλης
εἱμένος
εἰμί1
εἶμι2
εἴμορος
εἰν1
View word page
εἵμαρται
εἵμαρται, εἵμαρτο, εἱμαρμένος, Εἱμαρμένη,
A). v. μείρομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἵμαρται
Headword (normalized):
εἵμαρται
Headword (normalized/stripped):
ειμαρται
IDX:
31122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἵμαρται</span>, <span class="orth greek">εἵμαρτο</span>, <span class="orth greek">εἱμαρμένος</span>, <span class="orth greek">Εἱμαρμένη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μείρομαι.</span> </div> </div><br><br>'}