Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτήρ
εἱλικτός
εἰλίνδησις
εἷλιξ
Εἰλιόνεια
εἰλίονες
εἰλιπόδης
εἰλίπους
εἱλίσσω
εἰλιτενής
εἱλίχατο
εἱλόπεδον
εἶλος
εἰλυθμός
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλύς
εἴλυσις
εἰλυσπάομαι
View word page
εἱλίσσω
εἱλίσσω,
A). v. ἑλίσσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἱλίσσω
Headword (normalized):
εἱλίσσω
Headword (normalized/stripped):
ειλισσω
IDX:
31093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31094
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱλίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἑλίσσω</span> .</div> </div><br><br>'}