Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εἱλικόεις
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτήρ
εἱλικτός
εἰλίνδησις
εἷλιξ
Εἰλιόνεια
εἰλίονες
εἰλιπόδης
εἰλίπους
εἱλίσσω
εἰλιτενής
εἱλίχατο
εἱλόπεδον
εἶλος
εἰλυθμός
εἴλυμα
View word page
Εἰλιόνεια
Εἰλιόνεια
,
ἡ
,
A).
=
Εἰλείθυια
,
Plu.
2.277b
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Εἰλιόνεια
Headword (normalized):
εἰλιόνεια
Headword (normalized/stripped):
ειλιονεια
IDX:
31089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31090
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Εἰλιόνεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Εἰλείθυια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.277b </span>.</div> </div><br><br>'}