Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἵλιγμα
εἰλμός
εἶλιγξ
εἱλικοειδής
εἱλικόεις
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτήρ
εἱλικτός
εἰλίνδησις
εἷλιξ
Εἰλιόνεια
εἰλίονες
εἰλιπόδης
εἰλίπους
εἱλίσσω
εἰλιτενής
εἱλίχατο
View word page
εἱλικτήρ
εἱλικτήρ, ῆρος, ,
A). = ἑλ. , IG 2.660.52 , 698 ii 23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἱλικτήρ
Headword (normalized):
εἱλικτήρ
Headword (normalized/stripped):
ειλικτηρ
IDX:
31085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱλικτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑλ.</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.660.52 </span>, <span class="bibl"> 698 ii 23 </span>.</div> </div><br><br>'}