Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἴλησις
εἵλησις
εἰλητάριον
εἰλητικός
εἰλητός
εἰλιγγιάω
εἰλίγδην
εἵλιγμα
εἰλμός
εἶλιγξ
εἱλικοειδής
εἱλικόεις
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτήρ
εἱλικτός
εἰλίνδησις
εἷλιξ
View word page
εἱλικοειδής
εἱλικο-ειδής, ές,
A). = ἑλικ -, Suid., Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἱλικοειδής
Headword (normalized):
εἱλικοειδής
Headword (normalized/stripped):
ειλικοειδης
IDX:
31078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἱλικο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑλικ</span> -, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}