Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Εἰλήθυια
εἰλήϊον
εἰλήλουθα
εἴλημα
εἰλῆς
εἴλησις
εἵλησις
εἰλητάριον
εἰλητικός
εἰλητός
εἰλιγγιάω
εἰλίγδην
εἵλιγμα
εἰλμός
εἶλιγξ
εἱλικοειδής
εἱλικόεις
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
View word page
εἰλιγγιάω
εἰλιγγιάω, εἴλιγγος,
A). v. ἰλ -.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰλιγγιάω
Headword (normalized):
εἰλιγγιάω
Headword (normalized/stripped):
ειλιγγιαω
IDX:
31073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰλιγγιάω</span>, <span class="orth greek">εἴλιγγος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰλ</span> -.</div> </div><br><br>'}