Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰκοστόπρωτος
εἰκοστός
εἰκοστοτέταρτος
εἰκοστώνης
εἰκοσώρυγος
εἰκοτολογέω
εἰκοτολογία
εἰκότως
εἰκτέον
εἰκτικός
ἔϊκτον
εἰκτός
εἴκω1
εἴκω2
εἰκών
εἰκώς
εἰλαμίδες
εἰλαδόν
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
View word page
ἔϊκτον
ἔϊκτον, ἐΐκτην, ἔϊκτο,
A). v. ἔοικα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔϊκτον
Headword (normalized):
ἔϊκτον
Headword (normalized/stripped):
εικτον
IDX:
31032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔϊκτον</span>, <span class="orth greek">ἐΐκτην</span>, <span class="orth greek">ἔϊκτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔοικα</span> .</div> </div><br><br>'}