Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰκοσιτρία
εἰκοσίφυλλος
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
εἰκοστή
εἰκοστόγδοον
εἰκοστοέβδομος
εἰκοστοεκταῖος
εἰκοστολόγος
εἰκοστόπεμπτος
εἰκοστόπρωτος
εἰκοστός
εἰκοστοτέταρτος
εἰκοστώνης
εἰκοσώρυγος
εἰκοτολογέω
εἰκοτολογία
εἰκότως
εἰκτέον
εἰκτικός
ἔϊκτον
View word page
εἰκοστόπρωτος
εἰκοστό-πρωτος, ον,
A). twentyfirst, ibid.


ShortDef

twentyfirst

Debugging

Headword:
εἰκοστόπρωτος
Headword (normalized):
εἰκοστόπρωτος
Headword (normalized/stripped):
εικοστοπρωτος
IDX:
31022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰκοστό-πρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twentyfirst</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}