Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰκοσιεπτά
εἰκοσιεπταετής
εἰκοσιετής
εἰκοσικαιτετραπλασίων
εἰκοσίκλινος
εἰκοσίμετρος
εἰκοσίμνως
εἰκοσινήριτος
εἰκοσιοκτώ
εἰκοσίπεδος
εἰκοσιπενταέτης
εἰκοσιπεντάρουρος
εἰκοσιπέντε
εἰκοσίπηχυς
εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρεῖς
εἰκοσιτρία
εἰκοσίφυλλος
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
View word page
εἰκοσιπενταέτης
εἰκοσῐ-πενταέτης,
A). twenty-five years old, IG 3.1376 (fem.).


ShortDef

twenty-five years old

Debugging

Headword:
εἰκοσιπενταέτης
Headword (normalized):
εἰκοσιπενταέτης
Headword (normalized/stripped):
εικοσιπενταετης
IDX:
31005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰκοσῐ-πενταέτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twenty-five years old,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 3.1376 </span> (fem.).</div> </div><br><br>'}