Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰκαιολόγος
εἰκαιομυθέω
εἰκαιομυθία
εἰκαιορρημονέω
εἰκαιορρημοσύνη
εἰκαῖος
εἰκαιοσύνη
εἰκαιότης
εἰκαιόψογοι
εἰκάς
ἐϊκάσδω
εἰκασία
εἰκάσιμος
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκαστέον
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι
εἰκέλιος
View word page
ἐϊκάσδω
ἐϊκάσδω,
A). v. εἰκάζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐϊκάσδω
Headword (normalized):
ἐϊκάσδω
Headword (normalized/stripped):
εικασδω
IDX:
30925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐϊκάσδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εἰκάζω</span> .</div> </div><br><br>'}