Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰδώ2
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολάτρης
εἰδωλολατρία
εἰδωλόμορφος
εἴδωλον
εἰδωλοπλαστέω
εἰδωλόπλαστος
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποίησις
εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιητικός
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδωλοφανής
εἰδωλοχαρής
View word page
εἰδωλόπλαστος
εἰδωλό-πλαστος, ον,
A). modelled: hence, ideal, Lyc. 173 .


ShortDef

modelled

Debugging

Headword:
εἰδωλόπλαστος
Headword (normalized):
εἰδωλόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοπλαστος
IDX:
30886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰδωλό-πλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">modelled</span>: hence, <span class="tr" style="font-weight: bold;">ideal</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 173 </span>.</div> </div><br><br>'}