Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰδεχθθής
εἰδή
εἰδηθμός
εἴδημα
εἰδημονικός
εἰδήμων
εἴδησις
εἰδητικός
εἰδητός
εἰδικός
εἴδιον
εἰδογράφος
εἰδοί
εἰδομαλίδας
εἰδοποιέω
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιητικός
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
View word page
εἴδιον
εἴδιον· νενοτισμένον, ὑγρόν, Hsch. (Perh. for ἰδῖον, cf. ἰδίω.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἴδιον
Headword (normalized):
εἴδιον
Headword (normalized/stripped):
ειδιον
IDX:
30855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἴδιον·</span> <span class="foreign greek">νενοτισμένον, ὑγρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. for <span class="foreign greek">ἰδῖον</span>, cf. <span class="foreign greek">ἰδίω</span>.)</div><br><br>'}