Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰδάλιμος
εἰδαλίς
εἰδάλλομαι
εἶδαρ
εἶδας
εἰδέα
εἰδετικός
εἰδέχθεια
εἰδεχθθής
εἰδή
εἰδηθμός
εἴδημα
εἰδημονικός
εἰδήμων
εἴδησις
εἰδητικός
εἰδητός
εἰδικός
εἴδιον
εἰδογράφος
εἰδοί
View word page
εἰδηθμός
εἰδηθμός· συστροφή, φυγή, Hsch. (leg. εἰλ-). εἰδηλήγε· ἀναμάρτητον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδηθμός
Headword (normalized):
εἰδηθμός
Headword (normalized/stripped):
ειδηθμος
IDX:
30847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰδηθμός·</span> <span class="foreign greek">συστροφή, φυγή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">εἰλ-</span>). <span class="orth greek">εἰδηλήγε·</span> <span class="foreign greek">ἀναμάρτητον</span>, Id.</div><br><br>'}