Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἵαται
εἱβάτας
εἴβηνος
εἴβιμος
εἰβιοβοσκός
εἴβω
εἰδαίνομαι
εἰδαλίζεται
εἰδάλιμος
εἰδαλίς
εἰδάλλομαι
εἶδαρ
εἶδας
εἰδέα
εἰδετικός
εἰδέχθεια
εἰδεχθθής
εἰδή
εἰδηθμός
εἴδημα
εἰδημονικός
View word page
εἰδάλλομαι
εἰδάλλομαι,
A). = εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδάλλομαι
Headword (normalized):
εἰδάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ειδαλλομαι
IDX:
30839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰδάλλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}