Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εἴασκον
εἵαται
εἱβάτας
εἴβηνος
εἴβιμος
εἰβιοβοσκός
εἴβω
εἰδαίνομαι
εἰδαλίζεται
εἰδάλιμος
εἰδαλίς
εἰδάλλομαι
εἶδαρ
εἶδας
εἰδέα
εἰδετικός
εἰδέχθεια
εἰδεχθθής
εἰδή
εἰδηθμός
εἴδημα
View word page
εἰδαλίς
εἰδαλίς·
ὄρνις ποιός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εἰδαλίς
Headword (normalized):
εἰδαλίς
Headword (normalized/stripped):
ειδαλις
IDX:
30838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30839
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰδαλίς·</span> <span class="foreign greek">ὄρνις ποιός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}