Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰαροπῶτις
εἰαροτερπής
εἴασκον
εἵαται
εἱβάτας
εἴβηνος
εἴβιμος
εἰβιοβοσκός
εἴβω
εἰδαίνομαι
εἰδαλίζεται
εἰδάλιμος
εἰδαλίς
εἰδάλλομαι
εἶδαρ
εἶδας
εἰδέα
εἰδετικός
εἰδέχθεια
εἰδεχθθής
εἰδή
View word page
εἰδαλίζεται
εἰδαλίζεται· ἐναλίζεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδαλίζεται
Headword (normalized):
εἰδαλίζεται
Headword (normalized/stripped):
ειδαλιζεται
IDX:
30836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰδαλίζεται·</span> <span class="foreign greek">ἐναλίζεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}