Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εἰαρόεις
εἰαρόμασθος
εἰαροπότης
εἰαροπῶτις
εἰαροτερπής
εἴασκον
εἵαται
εἱβάτας
εἴβηνος
εἴβιμος
εἰβιοβοσκός
εἴβω
εἰδαίνομαι
εἰδαλίζεται
εἰδάλιμος
εἰδαλίς
εἰδάλλομαι
εἶδαρ
εἶδας
εἰδέα
εἰδετικός
View word page
εἰβιοβοσκός
εἰβιοβοσκός,
A). v. ἰβιοβοσκός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰβιοβοσκός
Headword (normalized):
εἰβιοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
ειβιοβοσκος
IDX:
30833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εἰβιοβοσκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰβιοβοσκός</span> .</div> </div><br><br>'}