Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκεραιοφανής
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκέραυνος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερμία
View word page
ἀκεραιοφανής
ἀκεραι-οφανής,
A). v. ἀκραιφνής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκεραιοφανής
Headword (normalized):
ἀκεραιοφανής
Headword (normalized/stripped):
ακεραιοφανης
IDX:
3080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκεραι-οφανής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀκραιφνής</span> .</div> </div><br><br>'}