ἔθιμος
ἔθ-ιμος, ον,
A). accustomed, usual, ἔθιμόν [ἐστί] μοι ; 29.32 τὰν ἔ. τοῖς ἐφήβοις θυσίαν Supp.Epigr. 1.327.3 (Callatis); ὁ ἔ. Ῥωμαίων ὅρκος BGU 581.5 (ii A.D.), etc.; τὸ ἔ. usage, Synt. 77.27 ; τὰ ἔ. customs, ; 4.151e κατὰ τὰ ἔ. IG 12(7).237.26 (Amorgos, i B. C.). Adv.-μως Pron. 78.25 .