Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόντως
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελοσέβεια
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
ἕθεν
ἐθημολογέω
ἐθημοσύνη
ἐθήμων
View word page
ἐθελοσέβεια
ἐθελο-σέβεια, ,
A). gloss on ἐθελοθρησκεία , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐθελοσέβεια
Headword (normalized):
ἐθελοσέβεια
Headword (normalized/stripped):
εθελοσεβεια
IDX:
30783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐθελο-σέβεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐθελοθρησκεία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}