Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόντως
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελοσέβεια
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
View word page
ἐθελόντως
ἐθελόντ-ως, = foreg., Sch. Il. 19.79 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐθελόντως
Headword (normalized):
ἐθελόντως
Headword (normalized/stripped):
εθελοντως
IDX:
30778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐθελόντ-ως</span>, = foreg., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:19:79" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:19.79/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 19.79 </a>.</div><br><br>'}