ἐέλδομαι
ἐέλδομαι, ἐέλδωρ, Ep. for ἔλδ-. ἐέλμεθα, ἐελμένος,
A). v. εἴλω . ἐέλπομαι, Ep. for ἔλπομαι. ἐέλσαι, v. εἴλω . ἐεργάθω, ἔεργε, ἐεργμένος, ἐέργνυμι, ἐέργω, Ep. for εἰργ-. ἐερμένος, ἔερτο, v. εἴρω . ἐέρση, ἐερσήεις, Ep. for ἑρς-. ἐέρχατο, v. εἴργω . ἑέσσατο (A), Ep. 3 sg. aor. 1 Med. of ἵζω; v. sub ἐφίζω 1 . ἑέσσατο (B), Ep. 3 sg. aor. Med. of ἕννυμι. ἕεστο, Ep. 3 sg. plpf. Pass. of ἕννυμι.