Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἕδρα
ἑδράζω
ἔδραθον
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἔδρακον
ἕδραμα
ἔδραμον
ἕδρανον
ἑδρανῶς
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἑδρήεις
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
View word page
ἔδραμον
ἔδρᾰμον, aor. 2 of τρέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔδραμον
Headword (normalized):
ἔδραμον
Headword (normalized/stripped):
εδραμον
IDX:
30709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔδρᾰμον</span>, aor. 2 of <span class="foreign greek">τρέχω</span>.</div><br><br>'}