Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑδοξοεῖ
ἕδος
ἕδρα
ἑδράζω
ἔδραθον
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἔδρακον
ἕδραμα
ἔδραμον
ἕδρανον
ἑδρανῶς
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἑδρήεις
ἑδρίας
View word page
ἔδρακον
ἔδρᾰκον
, aor. 2 of
δέρκομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔδρακον
Headword (normalized):
ἔδρακον
Headword (normalized/stripped):
εδρακον
IDX:
30707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30708
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔδρᾰκον</span>, aor. 2 of <span class="foreign greek">δέρκομαι</span>.</div><br><br>'}