Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκαχμένος
ἀκαχύνω
ἀκέανος
ἀκέαστος
ἀκειόμενος
ἀκεῖον
ἀκειρεκόμης
ἀκέλευθος
ἀκέλευμνον
ἀκέλευστος
ἀκέλλεα<ν>
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
View word page
ἀκέλλεα<ν>
ἀκέλλεα<ν>·
ἔκλεψαν
( Tarent.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκέλλεα<ν>
Headword (normalized):
ἀκέλλεα<ν>
Headword (normalized/stripped):
ακελλεα<ν>
IDX:
3067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκέλλεα<ν>·</span> <span class="foreign greek">ἔκλεψαν</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}