Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐδαφιστήριον
ἐδαφίτης
ἐδαφοποιέω
ἔδαφος
ἐδαφόω
ἐδέατρος
ἐδέγμην
ἐδεδμήατο
ἐδέθλιον
ἔδεθλον
ἐδείδιμεν
ἐδελώνη
ἔδεσμα
ἐδεσματοθήκη
ἐδεστέον
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδήδοκα
ἐδηδών
ἐδητύς
ἔδμεναι
View word page
ἐδείδιμεν
ἐδείδῐμεν
,
ἐδᾰ/φ-δῐσαν
,
A).
v.
δείδω
.
ἔδεκτο
, v.
δέχομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐδείδιμεν
Headword (normalized):
ἐδείδιμεν
Headword (normalized/stripped):
εδειδιμεν
IDX:
30677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30678
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐδείδῐμεν</span>, <span class="orth greek">ἐδᾰ/φ-δῐσαν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δείδω</span> . <span class="orth greek">ἔδεκτο</span>, v. <span class="ref greek">δέχομαι</span> .</div> </div><br><br>'}